- γόνιμοι
- γόνιμοςproductivemasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκουίζετο — Γένος πολυετών φυτών της οικογένειας των εκουιζετιδών. Αναπτύσσεται συνήθως σε υγρούς τόπους. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει έξι είδη: ε. το μείζον, ε. το αρουραίο, ε. το δασικό, ε. το ελόβιο, ε. το πολύκλαδο και ε. το χειμερινό. Το υπόγειο… … Dictionary of Greek
ευγενεσία — η βιολ. διασταύρωση μεταξύ διαφόρων φυλών τών οποίων οι απόγονοι είναι απεριορίστως γόνιμοι, όχι μόνο μεταξύ τους αλλά και με άτομα συγγενών φυλών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γενεσία (< γένεσις). Πρόκειται για μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ … Dictionary of Greek
λιθογραφία — Τεχνική αναπαραγωγής σχεδίων ή κειμένων σε φύλλα χαρτιού. Το σχέδιο εκτελείται με ειδική μελάνη ή λιπαρό μολύβι (λιθογραφικό μολύβι) στην επιφάνεια μίας παχιάς λειασμένης πλάκας από σκληρό και ομοιογενή ασβεστόλιθο. Οι βασικές μέθοδοι λ. είναι… … Dictionary of Greek
ξυριδίδες — (xyridaceae). Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών της τάξης των φαρινωδών, με φυτά πολυετή, ποώδη, αειθαλή, με φύλλα μικρά, στενά, γραμμοειδή ή γραμμοειδή λογχοειδή. Άνθη σε στάχια αρσενικά και θηλυκά, 6 στήμονες, από τους οποίους οι 3 εξωτερικοί με … Dictionary of Greek
παραγενεσία — και παραγένεση, η βιολ. διασταύρωση μεταξύ ατόμων από διαφορετικά είδη, τής οποίας οι απόγονοι είναι στείροι μεταξύ τους, γόνιμοι όμως όταν διασταυρωθούν με ένα από τα γονικά είδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + γένεση + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
αγάθοσμο — (agathosma). Θάμνος της οικογένειας των ρυτιδών, που κατάγεται από τη νότια Αφρική. Συνήθως αναφέρεται ως αγάθοσμα, γιατί υπάρχουν αρκετά είδη θάμνων με το ίδιο όνομα. Αναπτύσσεται σε υγρά, αμμώδη και τυρφώδη εδάφη. Τα φύλλα του είναι επάλληλα ή… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek